ὑπέρσπονδος

ὑπέρσπονδος
ὑπέρσπονδος
truce-breaking
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπέρσπονδος — ον, Α αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, παράσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερσπόνδοις — ὑπέρσπονδος truce breaking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρσπονδοι — ὑπέρσπονδος truce breaking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”